Παναγιώτης  Αθ. Μαρινάκος

Διετής διάσταση συζύγων

Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διαζύγιο. Διετής διάσταση μεταξύ των συζύγων. Αντικείμενο της δίκης για τη λύση του γάμου δεν είναι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης αυτού, το οποίο ικανοποιείται με την απαγγελία του διαζυγίου λόγω του τεκμαιρόμενου αμάχητα, από την υπέρ τη διετία διάσταση, κλονισμού στις σχέσεις των διαδίκων, εφόσον πλέον είναι αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός. Το δεδικασμένο της απόφασης δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας. Ελλειψη στη περίπτωση αυτή εννόμου συμφέροντος των διαδίκων για την έρευνα της υπαιτιότητας. Απορρίπτει την αναίρεση της υπ’αριθμ. 2333/11 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

 

Αριθμός 576/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Βασίλειο Πέππα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Μ. Π. του Δ., κατοίκου …… . , η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δέσποινα Μοσχοπούλου.

Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Κ. του Ε., κατοίκου …. , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Πετρόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-4-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1841/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2333/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-11-2012 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Πέππας διάβασε την από 14-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 2333/11 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592 επ. ΚΠολΔ (γαμικών διαφορών), με την οποία απορρίφθηκε η από 14/6/10 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 1841/10 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με αυτή είχε απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, κατά παραδοχή της από 16/1/09 αγωγής του αναιρεσιβλήτου λόγω διάστασης των συζύγων συνεχώς επί δύο τουλάχιστον χρόνια.

Σύμφωνα με το άρθρο 1439 παρ. 3 ΑΚ, όπως ισχύει εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς επί δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Από τη διάταξη αυτή, που καθιερώνει ως λόγο διαζυγίου τον αντικειμενικό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως των συζύγων προκύπτει ότι, εφόσον αποδειχθεί η διετής διάσταση, η οποία υπολογίζεται αναδρομικά από το χρόνο της πρώτης, στο ακροατήριο συζητήσεως της αγωγής, τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων των συζύγων και το δικαστήριο χωρεί, μετά και τη διαπίστωση της προθέσεως για διάσταση, στη λύση του γάμου. Για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο, αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός. Τούτο σημαίνει ότι στη δίκη διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσεως του γάμου. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της έφεσης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η έλλειψή του δε συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου της έφεσης, ως απαράδεκτου (άρθρα 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ). Με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: “Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος … με την από 16-4-2009 αγωγή …, ζήτησε τη λύση του γάμου του με την εναγόμενη – εκκαλούσα για το λόγο ότι βρίσκονται σε διάσταση με οριστική πρόθεση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης τους, συνεχώς από τον Ιούνιο 2006, δηλαδή για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τη διετία. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με αριθμό 1841/2010 του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων, με την οποία έγινε δεκτή και ως κατ` ουσίαν βάσιμη η αγωγή του εφεσίβλητου και απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη άρθρου 1439 § 3 ΑΚ, ότι δηλαδή οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από διετίας και ως εκ τούτου τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός στην μεταξύ τους σχέση, χωρίς δηλαδή και να ενδιαφέρει ποια περιστατικά οδήγησαν στη φυσική και ψυχική αποξένωση τους, αρκούντος του γεγονός ότι αυτή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, επήλθε πράγματι … Κατά της απόφασης αυτής, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, άσκησε την από 14-6- 2010 έφεση …. εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ με την οποία και για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους, αφού ομολογεί την υπέρ της διετίας διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης της με τον εφεσίβλητο, επικαλούμενη κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την υπαιτιότητα, ζητεί να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση έτσι ώστε ν` απαγγελθεί η λύση του γάμου της με τον εφεσίβλητο, από αποκλειστική υπαιτιότητα του τελευταίου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η έφεση, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη: αφού αντικείμενο της δίκης για τη λύση του γάμου δεν είναι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης αυτού, που έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία του διαζυγίου λόγω του τεκμαιρόμενου αμαχήτως – από την υπέρ τη διετία διάσταση-κλονισμού στις σχέσεις των διαδίκων και εφόσον είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, και το δεδικασμένο της απόφασης δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας, δεν δικαιολογείται σε καμιά πλευρά των διαδίκων, έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας,…. Επομένως, η έφεση της εκκαλούσας με την οποία πλήττεται η αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, από την οποία δεν παράγεται δεδικασμένο, πρέπει ν` απορριφθεί ως απαράδεκτη”.

Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, εφόσον η αναιρεσείουσα με την έφεσή της, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της, δεν προσέβαλε τις παραδοχές της πρωτοβάθμιας απόφασης που αφορούσαν τη συνεχή διάσταση των συζύγων, αλλά μόνο ζήτησε τη μεταρρύθμιση της απόφασης, ως προς το θέμα της υπαιτιότητας, που δεν ασκούσε έννομη επιρροή στη δίκη. Ο διαλαμβανόμενος στην αίτηση αναιρέσεως ισχυρισμός της ότι συνέτρεχε έννομο συμφέρον της προς άσκηση της εφέσεως, προκειμένου να καταστήσει εκκρεμή τη δίκη, για να αποσοβήσει τη λύση του γάμου, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι δεν προβλήθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεώς της, ανεξάρτητα και από το ότι σύμφωνα με την μη προσβαλλόμενη παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης αυτή ομολόγησε την υπέρ τη διετία διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον αναιρεσίβλητο. Αρα ο 1ος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Τέλος, το άρθρο 1439 παρ. 3 ΑΚ, με το οποίο καθιερώνεται η επί διετία συνεχής διάσταση των συζύγων, ως αμάχητο τεκμήριο ισχυρού κλονισμού των σχέσεων μεταξύ τους, δεν αντιστρατεύεται τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 του συντάγματος, με το οποίο προστατεύεται η οικογένεια και ο γάμος. Τούτο, διότι το χρονικό διάστημα των δύο ετών συνεχούς διάστασης των συζύγων είναι ικανό για να καταδείξει τη φυσική και ψυχική τους αποξένωση, καθώς και τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου και εντεύθεν τον ισχυρό κλονισμού των σχέσεών τους.

Επομένως ο 2ος λόγος, με τον οποίο κατά το εκτιμώμενο περιεχόμενό του επιχειρείται η στοιχειοθέτηση της αναιρετικής πλημμέλειας από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγω εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ, που πλήττεται από την αναιρεσείουσα, ως αντισυνταγματική, προβάλλεται αβασίμως.

Κατόπιν τούτων, η ένδικη αίτηση πρέπει ν` απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τ` αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 16/11/12 αίτηση της Μ. Π. για αναίρεση της 2333/11 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2014.