Παναγιώτης  Αθ. Μαρινάκος

Συμμετοχή στα αποκτήματα συζύγου

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του συζύγου. Η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων, τα οποία είναι δυνατόν να αποτιμηθούν. Κρίσιμος για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου. Απορρίπτει την αναίρεση της υπ’ αριθ. 308/2010 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.

 

Αριθμός 566/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Μ. Τ. του Α., κατοίκου …. , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο .

Της αναιρεσιβλήτου: Ε. Ο., του Ι., κατοίκου ….. , η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-3-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 816/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 308/2010 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 21-4-2011 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Κλαδογένης, ανέγνωσε την από 16-11-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 1400 Α.Κ. ορίζει: “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απόκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσης του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδάφ. β` ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης (της περιουσίας του υπόχρεου), εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με την διάταξη αυτήν δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος, υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος.

Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο προς το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε δεν απέδειξε, ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση είναι μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Εξ άλλου, πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων, τα οποία είναι δυνατόν να αποτιμηθούν. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου, ώστε, από την σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να αρχίζει με την αγωγή από μία ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που τη διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Περαιτέρω, ο χρόνος λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από την συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Για την περαιτέρω: όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. Τούτο συνεπάγεται ότι ο ενάγων έχει την δυνατότητα, αν έχει παρέλθει σημαντικός χρόνος από της αμετάκλητης λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από την συζυγική διάσταση, και συνακόλουθη (τιμαριθμική) μεταβολή της πραγματικής αξίας του χρήματος, να αξιώσει την απόδοση του (μεγαλύτερου) ποσού που κατά τον χρόνο της συζητήσεως ισοδυναμεί με την αξία της συμβολής του κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί αντίστοιχα να προβάλει ότι η πραγματική αξία του χρήματος έχει αυξηθεί και να ζητήσει αντίστοιχη προσαρμογή του οφειλομένου ποσού (ΑΠ 1673/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του τα ακόλουθα: “Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στο Δημοτικό διαμέρισμα Αδαμίου του Δήμου Ασκληπιείου Αργολίδας, στις 20-10-1985, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, ήδη ενήλικα. Η έγγαμη συμβίωση τους διασπάσθηκε το μήνα Ιούνιο του έτους 2002, κατά δε το χρόνο άσκησης της αγωγής (2-6-2006) τελούσαν ακόμη σε διάσταση. Ήδη ο γάμος των ανωτέρω έχει λυθεί με διαζύγιο δυνάμει της υπ` αριθμ. 500/2007 αμετάκλητης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου. Ο ενάγων κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους εστερείτο παντελώς περιουσιακών στοιχείων. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης όμως κατέστη κύριος του υπ` αριθμ. κυκλοφορίας … ΔΧ αυτοκινήτου (ταξί)…Η αξία του ανωτέρω οχήματος, καθώς και της άδειας εκμεταλλεύσεως αυτού, τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν και κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης τριετίας από τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων (Ιούνιος του έτους 2005), αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (2-6-2006), ανερχόταν στο ποσό των 20.000 ευρώ και των 200.000 ευρώ αντιστοίχως. Το τίμημα της αγοράς από τον εναγόμενο των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων ουδόλως αναφέρεται στις προτάσεις του….. το Δικαστήριο κρίνει ότι το τίμημα αυτό ανήλθε κατά το χρόνο της αγοράς αυτών στο ποσό των 30.000 ευρώ για το όχημα και των 150.000 ευρώ για την άδεια του. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν απέδειξε καμία συμβολή της με τους τρόπους και την αξία που εκθέτει στην αγωγή της στα ανωτέρω αποκτήματα του συζύγου της, κατά το ποσοστό του 50%, όσον αφορά στον επικαλούμενο στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικό υπολογισμό τη: συμβολής της στην απόκτηση τους, με την απόδειξη του οποίου βαρύνεται η ίδια, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της απόφασης….Τέλος,, η αναμφισβήτητη παροχή υπηρεσιών της ενάγουσας για την καθημερινή διεύθυνση και συντήρηση του συζυγικού οίκου και την ανατροφή των τέκνων, που απέκτησε με τον εναγόμενο, δεν αποδείχθηκε ότι. υπερέβαινε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 1389 του ΑΚ υποχρέωση συνεισφοράς της στις οικογενειακές ανάγκες, ώστε να εκτιμηθεί ως συμβολή της στα αποκτήματα του συζύγου της. Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε, ότι το εν λόγω όχημα (ταξί) και η άδεια δημοσίας χρήσεώς του αγοράσθηκαν με χρήματα που δώρισε σ` αυτόν ο πατέρας του, Α. Τ., προκειμένου να τον αποκαταστήσει επαγγελματικά και προέρχονται αποκλειστικά από το τίμημα της πώλησης διαμερίσματος κυριότητας του ανωτέρου δωρητή, στην περιοχή “Γουδί” του δήμου Αθηναίων, ποσού 10.000.000 δραχμών (29.347 ευρώ) δυνάμει του υπ` αριθμ. …/10-3-1994 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …………………. . Όμως ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν αποδείχθηκε ουσιαστικά βάσιμος…Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα ουδεμία συμβολή είχε στην επαύξηση της περιουσίας του, καθόσον ουδέποτε εργάστηκε στη διάρκεια του γάμου του; στο κατάστημα του πατέρα του, ή ως καθαρίστρια οικιών, αλλά η επαύξηση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου ότι η επαύξηση της περιουσίας του επήλθε από δική του αποκλειστικά συμβολή αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, όσον αφορά στον επικαλoύμενο στo δικόγραφo αυτής πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της ενάγουσας, ενώ. όσον αφορά στον τεκμαρτό υπολογισμό (1/3). ο οποίος κατά λογική και νομική αναγκαιότητα περιλαμβάνεται στο μεγαλύτερο πραγματικό υπολογισμό (βλ. σχετ. ΑΠ 438/2007 ο.π), στον οποίο στηρίζεται η αγωγή, αν ληφθεί υπόψη ότι το τεκμήριο συμβολής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση, την οποία οφείλει αυτός να αποδείξει, κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενόψει όμως των προεκτεθέντων, εφόσον δεν αποδείχθηκε από τον εναγόμενο, ο οποίος έφερε το βάρος της απόδειξης, προς απόκρουση του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β του ΑΚ τεκμηρίου, ότι η περιουσιακή του επαύξηση οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο, και αφού απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η σχετική ένστασή του, τεκμαίρεται ότι η ενάγουσα συνέβαλε στην επαύξηση αυτή κοιτά το 1/3 του ποσού της, εφόσον σύμφωνα με τα προεκτεθέντα δεν αποδείχθηκε από την πλευρά της ενάγουσας ότι η συμβολή της ανέρχεται σε ποσό μεγαλύτερο του καλυπτομένου από το τεκμήριο, ήτοι κατά το ποσόν των 73.333 ευρώ (220.000 ευρώ : 3), που αποτελεί κατά τον τεκμαρτό υπολογισμό την συμβολή της ενάγουσας στην περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου, ο οποίος περιλαμβάνεται στον επικαλούμενο στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικό ισχυρισμό και προϋποθέτει μόνο την επαύξηση, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί οποιαδήποτε συμβολή της ενάγουσας”. Με αυτά τα οποία δέχθηκε το Εφετείο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, καθόσον ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 1400, 1389, 1390 ΑΚ και ορθώς εφάρμοσε αυτές τόσο ως προς τον προσδιορισμό των αποκτημάτων του αναιρεσείοντος και το δικαίωμα και το ποσοστό της συμμετοχής της αναιρεσίβλητης σε αυτά, όσο και ως προς τον προσδιορισμό της αξίας των αποκτημάτων. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 21 Απριλίου 2011 αίτηση του Μ. Τ. για αναίρεση της υπ`αριθ.308/2010 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2014.